Προεπισκόπηση

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Βίος Οσίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτη


Ο Όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης εορτάζει στις 20 Νοεμβρίου.

Ο Όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης, γεννήθηκε γύρω στα 780 στην Ειρηνούπολη της Δεκαπόλεως. Απ’ αυτήν πήρε το όνομα Δεκαπολίτης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σέργιος.
Η μητέρα του λεγόταν Μαρία, ήταν ευσεβής, φιλόθεος και φιλόστοργη.
Στην μητέρα του χρεωστούσε την μόρφωσή του. Αυτή τον έβαλε στα γράμματα. Σπούδασε αρκετά και έμαθε όσα του χρειάζονταν. Πήγαινε στην Εκκλησία με πολλή ευλάβεια.
Μίσησε τελείως τα επίγεια. Την τροφή του την περιόρισε. Ήταν εργατικός και τα επιδέξια χέρια του έκαναν ωραία εργόχειρα, τα οποία πωλούσε και συντηρείτο. Ότι περίσσευε το
έδιδε στους φτωχούς. Οι γονείς του τον πίεζαν να ντύνεται με μαλακά και πλούσια φορέματα, αλλά αυτός φορούσε φτωχικά, όπως απαιτούσε το φρόνημά του. Όταν έφθασε σε
νόμιμη ηλικία, οι γονείς του τον πάντρεψαν, παρά την θέλησή του.

Πηγαίνει σε Μοναστήρι
Αυτός όμως για να φυλάξει σωφροσύνη και παρθενία έφυγε αμέσως μετά το γάμο και κρυφά από την πόλι και πήγε σε Μοναστήρι στον ηγούμενο εξομολογήθηκε ο Γρηγόριος και
στερεώθηκε η γνώμη του, να γίνει Μοναχός. Κατόπιν ο ενάρετος αυτός Πατέρας τον έστειλε σε μοναχούς καλούς και ευσεβείς, που ήταν σε τόπο ησυχαστικώτατο και απόκρυφο.
Σε λίγο καιρό πέθανε ο πατέρας του Σέργιος. Η μητέρα του τότε με μεγάλη επιμέλεια, φρόντισε και βρήκε με πολύ κόπο το παιδί της. Δεν τον εμπόδισε όμως από τον σωτήριον
δρόμο του, αλλά τον παίνεψε. Μόνον μια χάρη του ζήτησε. Να υπάγει σε άλλο Μοναστήρι, όπου ήταν και ο αδελφός του, για να συναγωνίζονται μαζί και να έχει ο ένας τον άλλον
παρηγοριά και βοήθεια. Πήγε αλλά εκεί ο ηγούμενος ήταν αιρετικός και τον χτύπησε. Κατόπιν πήγε σε ένα άλλο Μοναστήρι όπου ο ηγούμενος κατάλαβε τον ζήλο του και τον
διέταξε να πάει σε ένα σπήλαιο, που βρισκόταν σε ένα γκρεμό. Έφθασε λοιπόν ο Όσιος στο σπήλαιο και μπήκε μέσα με χαρά, που ήταν μόνος, και προσευχήθηκε στο Θεό. Εκεί
επιδόθηκε σε αγώνες κατά των δαιμόνων. Αλλά η Θεία Χάρις του έδωσε στην ανάγκη τη βοήθεια και τον απάλλαξε από το πάθος της σαρκός.

Ο Θεός τον καλεί
Αλλά ο Κύριος εκάλεσε, από τον ουρανό, όπως τον Αβραάμ, και του λέγει: Γρηγόριε αν αγαπάς να φθάσεις στην τελειότητα, φύγε από τον τόπον αυτόν, και ξενητέψου για το
συμφέρον της ψυχής σου. Βγήκε τότε αμέσως από το σπήλαιο, και έφθασε στην Έφεσο, να εύρη πλοίον για την Κωνσταντινούπολη. Ήθελε, πηγαίνοντας εκεί να ελέγξει τους
αιρετικούς.
Από την Κωνσταντινούπολη, πήγε στην Καβάλα από εκεί του έδειξαν τον δρόμο για την Θεσσαλονίκη, κατέβηκε στην Κόρινθο και από εκεί με πλοίο πέρασε στο Ρήγιο όπου
έμεινε και λίγες μέρες. Κατόπιν πήγε στη Ρώμη, όπου έμεινε σε ένα σπήλαιο ανενόχλητος επί τρεις μήνες. Ένας όμως δαιμονισμένος τον φανέρωσε, διότι από την θεραπεία του
έγινε γνωστός εκεί ο Άγιος. Άρχισαν λοιπόν οι άνθρωποι να τον εκτιμούν σαν Άγιον. Η ταπείνωση του δεν το ήθελε. Γι’ αυτό έφυγε από εκεί και πήγε στη Σικελία. Εκεί κλείσθηκε
σε ένα πύργο και «ησύχαζε» από τον κόσμο αγωνιζόταν τον πνευματικόν αγώνα.
Αλλά και εκεί οι δαίμονες δεν άργησαν να τον ενοχλήσουν. Μια μέρα έβαλαν φωτιά και του έκαψαν την ψάθα. που κοιμόνταν. Αντί της ψάθας ο Άγιος βρήκε ένα δέρμα και
αναπαυόταν σ’ αυτό. Μα και πάλι αυτοί, σαν κοπάδι αμέτρητο μυίγες μεγάλες, τον ενοχλούσαν και στην προσευχή και στην ανάπαυση. Κατόρθωσε όμως ο Άγιος με την
προσευχή, και τις έδιωξε και έγιναν έκτοτε άφαντοι.
Κάποτε ήλθε μια γυναίκα δαιμονισμένη, την οποία θεράπευσε με την προσευχή. Και πολλά άλλα θαύματα έκαμε ο Άγιος στους ανθρώπους, που δόξαζαν το όνομα του Θεού.
Μια μέρα όμως ήλθε στον Άγιον ένας άρρωστος, που είχε πολύ κακό και άγριο δαιμόνιο. Αυτό φώναζε και τον ονόμαζε Άγιο. Τότε στενοχωρήθηκε ο Άγιος, διότι τον φανέρωσε,
αλλά τον θεράπευσε και έδιωξε τον δαίμονα. Από αυτό το θαύμα ο κόσμος άρχισε να τον τιμά, οπότε ο Άγιος αναγκάστηκε να φύγει απ’ εκεί.



Επιστροφή στη Θεσσαλονίκη
Κατόπιν πήγε στη Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά, και έμεινε στη Μονή του Αγίου Μηνά. Εκεί δεν είχε σκέπασμα να σκεπασθεί στον ύπνο. Μόνο ένα ράσο είχε για παρηγοριά.
Αυτό που φορούσε. Έτσι πέρασε αρκετό καιρό.
Από αυτά λοιπόν τα λίγα, καθένας μας αντιλαμβάνεται πόση παρρησία είχε προς τον Κύριον. Όλες τις αρετές τις απέκτησε και ανέδειξε τον εαυτόν του κατοικητήριον του Αγίου
Πνεύματος. Έφθασε στην κορυφή των αρετών. Με την θεία μελέτη έκαμε την ζωήν της ασκήσεως ευχάριστη, εξαφανίζοντας όλα τα εμπόδια και τα προσκόμματα. Με την
αγρυπνία έδιωξε μακρυά την αμέλεια. Ούτε στον ύπνο του δεν κατόρθωσε, να φέρει φαντασίες ο εχθρός διάβολος, όπως κάνει και στους ανθρώπους του Θεού να βλέπουν
όνειρα. Αυτός ποτέ δεν έβλεπε όνειρα. Ήταν γρήγορος σε όλες τις πράξεις του. Στις σκέψεις του και στην εργασία του ήταν γρήγορος. Την εγκράτεια, που σκοτώνει τα πάθη
και τις ηδονές, τόσο φύλαξε, ώστε περνούσε σαν άσαρκος Άγγελος. Τοιουτοτρόπως, καθάρισε την ψυχή του και το σώμα από όλα τα πάθη, και έγινε άξιος της Ιεροσύνης και
χειροτονήθηκε.

Φρουρός της Ορθοδοξίας
Όταν, λοιπόν, χειροτονήθηκε, σύμφωνα με τον Νόμον, Ιερεύς ο Άγιος, λειτουργούσε με συντετριμμένη καρδιά και με πνεύμα ταπεινώσεως. Είχε την υπομονήν σε όλους τους
πειρασμούς, που συνέβαιναν. Απέκτησε την αγάπη και την συμπάθεια από όλους.
Προ πάντων δε και κατά πάντα εφύλαττε την Ορθοδοξία. Καταδίωκε τους αιρετικούς, όσο μπορούσε. Δίδασκε όλους με τους λόγους του, και με γράμματα να προσκυνούν και
να σέβονται τις άγιες Εικόνες. Να τις σέβονται σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας. Πολλούς Χριστιανούς και πόλεις ολόκληρες έσωσε από την πλάνην αυτήν. Τους
καθοδήγησε στην Ορθόδοξη πίστη και τους έπεισε να χύνουν και το αίμα τους γι’ αυτήν.

Η κοίμηση του
Ενώ, λοιπόν, ζούσε άγια και φανταζόταν τα ουράνια επί της γης, ήλθε ο καιρός να υπάγει εκεί, που ποθούσε. Αρρώστησε βαριά από λιθίαση και έπεσε στο κρεβάτι με φοβερούς
πόνους. Γι’ αυτό δεόταν στο Θεό να του πάρει τους πόνους και να του δώσει υδρωπικία να πρισθεί, να σαπίσει το σώμα του. Ο Θεός που εκτελεί το θέλημα εκείνων, που τον
φοβούνται και τον σέβονται, άκουσε την δέηση του. Πήρε το πάθος εκείνο, και του έδωσε ότι ζήτησε. Επρίσθη το σώμα του τόσον, που μόνον από την φωνή του γνωριζόταν.
Σ’ αυτήν την κατάσταση, βασανιζόμενος από την αρρώστια του έφυγε από την Θεσσαλονίκη και πήγε με πολύ κόπο στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επί ένα έτος υπέφερε την
ασθένεια με υπομονή και προσευχή. Κάποια όμως μέρα προγνώρισε την μετάβαση του προς τον Κύριο και λέγει στους αδελφούς, που τον φρόντιζαν και τον περιποιόταν:
- Πηγαίνετε να ετοιμάσετε, γιατί μετά δώδεκα ημέρες είναι το τέλος μου.
Αφού ετοίμασαν, λοιπόν, το κρεββάτι, τον πήγαν εκεί που τους διέταξε. Την δωδεκάτη ημέρα, που είχε ο Νοέμβριος 20 του έτους 842 έφυγε η μακαρία ψυχή του Μεγάλου αυτού
Αγίου εις τους ουρανούς, όπου απολαμβάνει πλούσιους τους καρπούς των αγώνων του.

Θαύματα μετά την κοίμηση του
Όταν πήγαιναν να ενταφιάσουν το τίμιο και σεβάσμιο λείψανό του, ένας ασθενής με πίστη, που είχε φοβερή ασθένεια και δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος αλλά έσκυβε κάτω στη
γη, πλησίασε και μόλις άγγιζε το λείψανον, του φάνηκε ότι κάποιος έβαλε το χέρι του πίσω του. Στράφηκε λοιπόν πίσω και ρωτούσε τον αδελφό του, αν τον άγγιξε. Αυτός του είπε
όχι. Τότε κατάλαβε, ότι ήταν η δύναμις του Θεού, που επισκίαζε τον Άγιον και του έδωκε την υγεία του. Σηκώθηκε το σώμα του όρθιο, χωρίς να του μείνει τίποτε από την
αρρώστια του. Άλλος ένας ασθενής, που βασανιζόταν από πνεύμα ακάθαρτο, μόλις άγγιξε τον τάφο του Αγίου, αμέσως έφυγε το δαιμόνιο, που τον έθλιβε. Ένας άλλος αδελφός
πειραζόνταν από το πάθος της πορνείας. Τόσο πόλεμο και πειρασμό είχε, που κινδύνευε να απελπισθεί. Πήγε, λοιπόν, και αυτός στον τάφο του Αγίου. Εξομολογήθηκε με
δάκρυα, ζητώντας βοήθεια. Και παρευθύς (ω! του θαύματος) έπαυσε ο πόλεμος του πονηρού και έμεινε ο αδελφός απείραστος. Δόξαζε τότε τον Θεό και ευχαριστούσε τον Άγιο.



Στίχος
Χάραξ κύκλῳ σου, καὶ μετὰ ζωῆς τέλος, Ἡ ζῶσα, Γρηγόριε, τοῦ Θεοῦ χάρις. Εἰκάδι Γρηγόριος κεκλήσκετο εἰς πόλον εὐρύν.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'.
Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ᾽ ἡμῶν, κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾽ ἡμῶν, ἀλλὰ ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις,
ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε
Λυχνία ὡς δίπυρσος τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, ἀκτῖσι τῆς χάριτος φωταγωγοῦσιν ἡμᾶς πατέρες οἱ ἔνθεοι, Πρόκλος τοῦ Βυζαντίου, ὁ σοφὸς ποιμενάρχης,
Γρηγόριος ὁ θεόφρων, Δεκαπόλεως γόνος· διὸ μετὰ προθυμίας τούτοις προσέλθωμεν.

Κάθισμα Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε
Τῇ θείᾳ λαμπρότητι, καταυγαζόμενος, τὸ σκότος ἐδίωξας, τῶν ψυχοφθόρων παθῶν, Γρηγόριε ἀοίδιμε, ἤρθης πρὸς ἀπαθείας, καθαρώτατον ὕψος,
ἤστραψας παραδόξως, ἰαμάτων ἀκτῖνας, σκηνώσας εἰς ἄδυτον φῶς, τῆς βασιλείας Χριστοῦ.

Κοντάκιον. Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, βιοτῆς ὀρθότητι, καὶ τῶν δογμάτων τῇ αἴγλῃ, φάναντες, δικαιοσύνης ἐν τῷ στεφάνῳ, ὤφθησαν,
τῆς Ἐκκλησίας νυμφαγωγία, ὁ Γρηγόριος καὶ Πρόκλος, οὓς εὐφημοῦντες Χριστὸν δοξάσωμεν.

Μεγαλυνάριον
Ρήτωρ Ἐκκλησίας θεοειδής, Πρόκλε ἀνεδείχθης, Ἱεράρχης ὡς εὐκλεής, σκεῦος ἀρετῶν δέ, Γρηγόριε ὡράθης· διὸ τὴν πολιτείαν ὑμῶν γεραίρομεν.

Πηγή από: http://xristianos.gr/