Προεπισκόπηση

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Βίος Οσίου Ιωάννη του Ρώσου

Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος τιμάται στις 27 Μαΐου.

Τα πρώτα χρόνια
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ρωσίας περίπου το 1690 μ.Χ. Τότε ήταν βασιλιάς του μεγάλου Ρωσικού κράτους ο Μέγας Πέτρος. Οι γονείς του ήταν πολύ ευσεβείς.
Τον βάπτισαν Ορθόδοξο Χριστιανό και τον ανέθρεψαν με φόβο Θεού, σύμφωνα με την Ορθόδοξο πίστη και ζωή. Η ψυχή του ήταν προσηλωμένη εις τον Δημιουργό του παντός,
τον Κύριό μας Ιησού Χριστόν και φρόντιζε να φυλάττη ακριβώς τις εντολές του.

Αιχμαλωτίζεται από τους Τατάρους
Όταν έγινε παλληκαρόπουλο κατετάγη στο στρατό. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη
αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται
πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και
έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.
Ο μακάριος Ιωάννης, όμως ήταν παιδιόθεν αναθρεμμένος «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Αγαπούσε πολύ τον Θεό και την Θρησκεία των Πατέρων του και ήταν αλύγιστος.
Ο ατρόμητος του Χριστού αθλητής Ιωάννης, όταν ο αφέντης του, του προσέφερε υλικά αγαθά, δια να αλλάξει την πίστη του, δεν τα υπολόγιζε καθόλου. Όταν τον
εκακομεταχειρίζετο, υπέμενε τον σκληρό ζυγόν της σκλαβιάς με μεγάλη καρτερία και έλεγε όπως ο Απόστολος Παύλος «Ποιος μπορεί να με χωρίση από την αγάπην του Χριστού
μου; θλίψις ή στεναχώρια, ή διωγμός, ή πείνα, ή γυμνότης, ή κίνδυνος, ή μάχαιρα»; Πιστεύω έλεγε απόλυτα εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν τον Μονογενή Υιόν του Θεού και
τίποτε από αυτά δεν μπορεί να με χωρίσει από την αγάπην Αυτού.
Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του
και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του
και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε:
«Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την
πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».
Ο Θεός, αφού είδε την σταθερή πίστη του και αφού άκουσε την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και σιγά σιγά τον συμπάθησε. Σταμάτησε να τον τυραννεί,
για να αλλάξεί την πίστη του. Του επέβαλε να κατοικεί σε μια γωνιά του στάβλου και να φροντίζει τα άλογα.

Ο σταύλος έγινε ασκητήριο
Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την
γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Σ’ εκείνη τη γωνιά ο Άγιος και πεινούσε και διψούσε και υπέμενε, όπως ο Ιώβ, με λίγα φτωχικά ρούχα, χωρίς υποδήματα, όλο το κρύο
του χειμώνα και την ζέστη του καλοκαιριού. Όλη την νύκτα, εκεί κοντά στην κοπριά, έκανε προσευχή και πολλές μετάνοιες. Ο σταύλος αυτός από τις θερμές προσευχές του Αγίου
είχε μεταβληθεί σε ασκητήριο. Εκεί έκανε ο,τι λένε οι Άγιοι Πατέρες. Προσευχόταν γονατιστός. Για τις ανάγκες του σώματος δεν έδιδε μεγάλη σημασία. Κοιμόταν λίγο, έτρωγε
συνήθως λίγο ψωμί και έπινε λίγο νερό. Ήταν δοχείον της Χάριτος του Θεού. Αγαπούσε τον Κύριό μας με όλη του την καρδιά.
Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν
απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.
Με την ευλογίαν, που έφερε ο Άγιος στο σπίτι του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς στο Προκόπι. Κατάλαβε ο αφέντης του από που ήλθε
στο σπίτι του τόση ευλογία και το έλεγε δημοσίως σε όλους τους συμπολίτες του. Ο Θεός του έδωσε μεγάλη ευτυχία από τις προσευχές του αιχμαλώτου δούλου του, του Αγίου
Ιωάννου.



Στέλνει θαυματουργικά φαγητό στη Μέκκα
Αφού πλούτισε, απεφάσισε να πάει στη Μέκκα για προσκύνημα. Ξεκίνησε από το Προκόπι με μεγάλη συνοδεία. Στο δρόμο υπέφερε πολλούς κόπους και ταλαιπωρίες. Το ταξίδι
ήταν πολύ μεγάλο. Τέλος έφθασε στην πόλη των Μωαμεθανών. Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από τότε, πολύ πήγε στη Μέκκα, η σύζυγός του, προσκάλεσε στο σπίτι τους,
συγγενείς και φίλους και έκανε τραπέζι για να ευχηθούν να επιστρέψει ο άνδρας της υγιής στο σπίτι τους. Στο τραπέζι υπηρετούσε ο μακάριος Ιωάννης, με μεγάλη προθυμία.
Όταν ο Άγιος προσέφερε στην Κυρά του ένα φαγητό, που άρεσε πολύ στον Αγά, το πιλάφι δηλαδή, τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον άνδρα της και είπε στον Ιωάννη.
—Πόσην ευχαρίστηση θα λάβαινε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!
Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την Κυρά του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε, ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στην Μέκκα. Μόλις άκουσαν οι συγγενείς τα λόγια του Άγιου
γέλασαν. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα, να δώσει ένα πιάτο με φαγητό στον Ιωάννη, αφού σκέφθηκε, ότι ή θα το έτρωγε ο ίδιος μόνος του η θα το πήγαινε σε καμιά
φτωχή οικογένεια όπως συνήθιζε να πηγαίνει το φαγητό του. Ο Άγιος το πήρε και το πήγε στο στάβλο. Εκεί, αφού γονάτισε, έκαμε θερμή προσευχή. Από τα βάθη της καρδιάς του
παρακαλούσε τον Θεό να στείλει το φαγητό στον αφέντη του, με όποιον τρόπο ήθελε Εκείνος, σαν Παντοδύναμος που είναι. Και πραγματικά το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα
μάτια του. Πήγε στη Μέκκα στο δωμάτιο του Αγά. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στο τραπέζι και είπε στην οικοδέσποινα, ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα, στον αφέντη. Όταν
άκουσαν αυτά τα λόγια οι καλεσμένοι, γέλασαν. Είπαν: το έφαγε ο αιχμάλωτος και είπε για να γελάσουμε, ότι το έστειλε στον αφέντη του. Μετά από λίγο γύρισε από τη Μέκκα ο
αφέντης. Έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο και όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού εξεπλάγησαν. Μόνο ο Άγιος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο Αγάς στους ανθρώπους του
σπιτιού και στην σύζυγό του:
- Τήν τάδε η μέρα -και η ημέρα εκείνη ήταν, που είχε κάνει το τραπέζι η σύζυγός του και ο Άγιος Ιωάννης θαυματουργικώς έστειλε το φαγητό στον αφέντη του- την ώρα, που
επέστρεφα από το μεγάλο τζαμί στο σπίτι που έμενα, ευρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντάν (δωμάτιο), που τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαγάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι.
Στάθηκα με απορία και σκεφτόμουνα ποιος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να καταλάβω με τι τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα. Εγώ την είχα κλείσει
καλά. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό το παράξενο πράγμα. Περιεργαζόμουνα το πιάτο, που είχε μέσα το πιλάφι και άχνιζε. Τότε είδα με απορία, ότι ήταν χαραγμένο το όνομά
μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη του σπιτιού μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή μου, από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθησα και έφαγα το πιλάφι με
μεγάλη όρεξη. Να το πιάτο! Το έφερα μαζί μου και είναι αληθινά το δικό μας. Δεν μπορώ να καταλάβω, πως έφθασε έως την Μέκκα και ποιος το έφερε μέσα στο κλεισμένο
δωμάτιο».
Αφού άκουσαν αυτά τα λόγια όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού του Αγά απόρησαν. Η σύζυγός του του είπε, ότι ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε, ότι θα το έστελνε
στη Μέκκα, όταν όμως άκουσαν να λέει ότι το έστειλε γέλασαν. Ιδού τώρα πως ότι έλεγε ήταν αληθινό.

Δεν δέχεται να αφήσει τον στάβλο
Αυτό το θαύμα το έμαθαν όλοι στο Προκόπι και στα γύρω χωριά. Από τότε θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη σαν άνθρωπο δίκαιον και αγαπητό στο Θεό. Τον έβλεπαν με φόβο και
σεβασμό. Δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο Κύριός του και η σύζυγός του τον περιπιόταν περισσότερο τον παρακαλούσαν να φύγει από τον στάβλο και να κατοικήσει σε
ένα δωμάτιο, που ήταν κοντά στο στάβλο. Εκείνος όμως δεν ήθελε να αλλάξει. Ευχαρίστησε τον αφέντη του για την παραχώρηση, αλλά δεν δέχτηκε να αφήσει τη γωνιά του
στάβλου. Εκεί πιο άνετα μπορούσε να προσεύχεται και δοξάζει τον Κύριό μας, που τόσο πολύ αγαπούσε. Έτσι περνούσε την ζωή του με τον ίδιο τρόπο, όπως πρώτα, σαν
ασκητής. Εργαζότανε, όπως και πρώτα στην περιποίηση των ζώων. Την νύκτα την περνούσε με προσευχή και με ψαλμωδία. Και όλα αυτά τα έκαμε σύμφωνα με τον λόγον του
Κυρίου, που είπε: «Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».



Η κοίμηση του Αγίου
Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά
τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι
μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού,
τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το στις 27 Μαΐου του 1730 μ.Χ. Όταν άκουσε ο άφέντης, ότι κοιμήθηκε ο δούλος του ο Ιωάννης, προσκάλεσε τους προκρίτους Χριστιανούς του
Προκοπίου και τους ιερείς. Επέτρεψε σ’ αυτούς να παραλάβουν το σώμα του Αγίου και να το θάψουν σύμφωνα με τα Ορθόδοξα χριστιανικά έθιμα. Επειδή ήθελε να δείξει στον
κόσμο, πόσο εκτιμούσε, στα τελευταία χρόνια τον Άγιο, άπλωσε επάνω στο φέρετρό του ένα πολύτιμο τάπητα. Αφού ήλθαν οι ιερείς και όλοι οι Χριστιανοί του Προκοπίου, πήραν
με ευλάβεια και θρησκευτική συγκίνηση το λείψανο του Αγίου και με ψαλμούς, λαμπάδες και θυμιάματα το φέρανε και το ενταφιάσανε στο νεκροταφείο των Χριστιανών.

Η ανακομιδή του Λειψάνου του
Αφού πέρασαν τριάμισυ χρόνια από τότε, που παρέδωσε την αγία του ψυχή εις τον Κύριον, ένας Γέροντας Ιερεύς βλέπει στον ύπνο του τον Άγιο και του έλεγε να κάνη ανακομιδή
του ιερού του Λειψάνου. Αλλά ο ιερεύς δεν πίστεψε, ότι πραγματικά ήταν αληθινό το όνειρο, διότι οι Χριστιανοί ακόμη δεν τον είχαν ανακηρύξει Άγιο. Όταν όμως υστέρα είδαν να
κατεβαίνει φως ουράνιο, σαν στύλος από φωτιά, επάνω στο μνήμα του Αγίου τα μεσάνυκτα και αυτό να επαναλαμβάνεται κάθε νύκτα, αναγκάσθηκαν ο ιερεύς και αρκετοί
Χριστιανοί να ανοίξουν το μνήμα.
Το ουράνιο εκείνο φως ήταν αλάθευτη απόδειξη της αγιότητός του. Άνοιξαν, λοιπόν, το μνήμα και βρήκανε, ω του θαύματος! ακέραιο το σώμα, άφθαρτο και γεμάτο ευωδία και
χάρι. Γεμάτοι, λοιπόν, από πνευματική χαρά και αγαλλίαση μετέφεραν με ψαλμούς και ύμνους και θυμιάματα το Άγιο λείψανο κοντά στο σπίτι του κυρίου του, στην Εκκλησία του
Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, που ήταν λαξευμένη μέσα σε βράχο. Το τοποθέτησαν μέσα σε λάρνακα, κάτω από την Αγία Τράπεζα. Σε αυτόν τον Ναόν ο Άγιος
αγρυπνούσε προσευχόμενος. Πολύ γρήγορα διαδόθηκε η φήμη της Αγιότητός του στα γύρω χωριά και κωμοπόλεις και αμέσως άρχισαν να έρχονται στο Προκόπι οι Ορθόδοξοι
Χριστιανοί.



Πως ήλθε το Άγιο Λείψανο στο Προκόπι της Εύβοιας
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο
βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου είπε τότε:
- Παιδιά, ή καλό έχετε ή κακό θα μας βρει.
Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του
Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου
το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.
Όταν το πλοίο έφτασε στην Χαλκίδα, στην αποβάθρα υποδεχθήκανε το τίμιο λείψανο ο Μητροπολίτης Χαλκίδος, ο Νομάρχης και οι Αρχές της πόλεως. Τοποθετήθηκε προσωρινά
στη Χαλκίδα, στην Εκκλησία του νεκροταφείου του Αγίου Ιωάννου.
Έπειτα από τη Χαλκίδα το ιερό σκήνωμα το έφεραν στο Νέο Προκόπι Ευβοίας, άλλοτε λεγόμενο Αχμέτ Αγά. Εκεί θεμελιώθηκε συνοικισμός, για τους Προκοπιανούς το έτος 1925.
Το Ιερό σκήνωμα τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό του χωριού Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης. Από το έτος 1930, από τις εισπράξεις του Ιερού Προσκυνήματος, από
δωρεές και εισφορές, άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπούς Ναού προς τιμήν του Αγίου, σε ωραία τοποθεσία. Και κατά το έτος 1951 μεταφέρθηκε το ιερό Λείψανο στον νέο
περικαλλή ναό του Αγίου Ιωάννου.




Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, τὸ φῶς κατέχων, πικρὰν ἤνεγκας, αἰχμαλωσίαν, Ἰωάννη καὶ ὁσίως ἐβίωσας· ὅθεν τὸ θεῖόν σου λείψανον Ἅγιε, θαυματουργίας πηγάζει
ἐν Πνεύματι· ᾧ προστρέχοντες, ὑμνοῦμεν τὸν σὲ δοξάσαντα, τιμῶντες τὰ σεπτά σου προτερήματα.

Απολυτίκιον. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε
Εκ γης ο καλέσας σε, προς ουρανίους Μονάς, τηρεί και μετά θάνατον αδιαλώβητον, το σκήνος σου Όσιε. Συ γαρ εν τη Ασία, ως αιχμάλωτος ήχθης, ένθα
και ωκειώθης, τω Χριστώ, Ιωάννη. Αυτόν ουν ικέτευε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιον. Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον
Εὐσεβείας δόγμασιν, ἐντεθραμμένος θεόφρον, ἀκλινῶς ὑπέμεινας, αἰχμαλωσίας τὰς θλίψεις. Ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, δέδωκε, πιστοῖς
τὸ τίμιον λείψανόν σου, ἀναβλῦζον Ἰωάννη, Πνεύματι θείῳ ῥεῖθρα ἰάσεων.

Μεγαλυνάριον
Ἄστρον ἐξ Ἑῴας ὤφθης λαμπρόν, μάκαρ Ἰωάννη, καταυγάζον τοὺς εὐσεβεῖς, χάριτι θαυμάτων, καὶ νῆσον τῆς Εὐβοίας, τῷ σῷ καθαγιάζεις, λειψάνῳ Ἅγιε.

Πηγή από: http://xristianos.gr/